επιρρυομαι

επιρρυομαι
    ἐπιρρύομαι
    ἐπι-ρρύομαι
    спасать, избавлять
    

(ἑπτάπυλον ἕδος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιρρυομαι" в других словарях:

  • επιρρύομαι — ἐπιρρύομαι (Α) [ρύομαι] (αποθ.) διασώζω, διαφυλάσσω («ἐπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρρύου — ἐπιρρύ̱ου , ἐπιρρύομαι save pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιρρύ̱ου , ἐπιρρύομαι save imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυσις — (I) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρέω] ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.). (II) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρύομαι] διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρυσθῆναι — ἐπιρῡσθῆναι , ἐπιρρύομαι save aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»